Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

πρωταπριλιατικη φαρσα απο μια αναγνώστρια......



Εξομολόγηση, με τη θρησκευτική έννοια, δεν έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου. Οι λόγοι πολλοί, που δεν είναι όμως της παρούσης. Εξομολογητές μου έχουν γίνει κατά καιρούς οι διάφοροι φίλοι, για πράγματα που δεν πρέπει να ξέρουν οι δικοί μου άνθρωποι (άνδρας, παιδιά, μητέρα, αδέλφια και λοιποί συγγενείς) και οι δικοί μου άνθρωποι, για όλα τα υπόλοιπα. Κάτι άλλο, μεγαλύτερο, που θέλω να βγάλω από μέσα μου και δεν μπορεί ή δεν πρέπει να το ακούσει κανείς εκ των παραπάνω προσώπων, δεν μου έχει συμβεί μέχρι τώρα. Έρχομαι λοιπόν τώρα να εξομολογηθώ κάτι που ενώ έχουν περάσει 30 χρόνια από τότε δεν μπορώ να συγχωρήσω τον εαυτό μου.
Ήμουν μαθήτρια του λυκείου. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει όταν ήμουν στην τρίτη γυμνασίου και η μητέρα μου μια νέα γυναίκα, άνεργη, με μια σύνταξη του ΙΚΑ, προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα με την σκληρή καθημερινότητα, για να επιβιώσει αυτή και τα τρία της παιδιά. Όνειρό της πάντα ήταν εμείς να μάθουμε γράμματα περισσότερα από αυτά που, παρά το ότι ήθελε, δεν μπόρεσε αυτή να μάθει.
Κάποια στιγμή είχε περάσει από την περιοχή μας μια πλασιέ βιβλίων-βοηθημάτων για το σχολείο και η μητέρα μου είχε βάλει μηνιαία γραμμάτια, προκειμένου να μας τα πάρει και να μας βοηθήσει στο σχολείο. Δεν θυμάμαι το ποσόν ακριβώς ποιο ήταν, θεωρώ ότι ήταν σχετικά μικρό, αλλά μεγάλο για το μέγεθος τής τότε σύνταξης. Από το υστέρημα, κυριολεκτικά, αγορασμένα αυτά τα βιβλία.
Ήταν συνεπής στις μηνιαίες πληρωμές της πάντα. Εκείνον τον Μάρτη για κάποιο λόγο που δεν θυμάμαι, καθυστέρησε την πληρωμή κάποιες μέρες, πράγμα που το ήξερα, αφού πάντα μου έλεγε την οικονομική μας κατάσταση (ήμουν η μεγαλύτερη, οπότε κάπου έπρεπε να τα πει κι αυτή).
Εκεί, λοιπόν, δούλεψε το διεστραμμένο μου μυαλό να της κάνω πρωταπριλιάτικη φάρσα. Εκείνη την εποχή τα ταχυδρομεία δούλευαν με τον «προσωπικό» μας ταχυδρόμο, ας πούμε, και ξέραμε πόσο έκαναν τα γράμματα για να έλθουν. Ποντάρισα στην σωστή λειτουργία των ταχυδρομείων, πήρα φάκελο ίδιο με την αλληλογραφία της τράπεζας, πολύ προσεκτικά μιμήθηκα τα τυπωμένα γράμματα, είχα πρόσβαση και σε γραφομηχανή και δαχτυλογράφησα ένα γράμμα δήθεν από την τράπεζα που έλεγε για καθυστέρηση και κατάσχεση και άλλα τυπικά και αυστηρά λόγια, το ταχυδρόμησα και γυρίζοντας την 1η Απριλίου από το σχολείο, περίμενα την άφιξη της φάρσας. (Ο ταχυδρόμος ερχόταν μετά τις δύο το μεσημέρι στην περιοχή μας αφού ήμασταν το τελευταίο του δρομολόγιο).
Θυμάμαι, η μητέρα μου έπλενε ρούχα έξω από το σπίτι μας, στη σκάφη (θυμάται κανείς τη σκάφη πλυσίματος;), ήρθε ο ταχυδρόμος και με το που πήρε το φάκελο, πάνιασε. Μόνο που δεν έπεσε κάτω. Τον άνοιξε, διάβασε το περιεχόμενο και πανικοβλήθηκε. Θα μας πάρουν τα βιβλία; Και πώς; Και τι θα κάνουμε τώρα; Κλπ. (Τώρα μόνο μπορώ να καταλάβω πώς αισθάνθηκε εκείνη την ώρα.)
Κάπου εκεί της είπα ότι ήταν πρωταπριλιάτικη φάρσα. Δεν μου είπε τίποτα, αλλά από τότε, δεν ξανάκανα σε κανέναν, ποτέ, πρωταπριλιάτικη φάρσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: